συγκολλητικός

συγκολλητικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκόλληση («συγκολλητική διεργασία»)
2. κατάλληλος για συγκόλληση («συγκολλητικές ουσίες»)
3. φρ. α) «συγκολλητικές γλώσσες»
γλωσσ. γλώσσες, όπως είναι η Τουρκική, η Ουγγρική, η Σουαχίλι κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό τής συγκόλλησης, κατά την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως είναι τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται ούτε συγχωνεύονται με το ριζικό θέμα, όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα σύνολο που αντιστοιχεί με λέξη ή φράση
β) «συγκολλητικό κράμα»
(μεταλργ.) κράμα με βάση τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή θερμοκρασία και χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση δύο μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκολλητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συγκόλληση ή χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακολλητικός — ή, ό (Α διακολλητικός, ή, όν) συγκολλητικός, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για συγκόλληση αρχ. εκείνος στον οποίο ή για τον οποίο χρησιμοποιούνται διακολλήματα, κόλλες, ή διακολλήσεις, συγκολλήσεις …   Dictionary of Greek

  • εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] …   Dictionary of Greek

  • κλαύρος — κλαῡρος, ον (Μ) (επίθ. αμτβλ. σημ., σχετικό με το κόμμι, με τη γόμα) συγκολλητικός …   Dictionary of Greek

  • προαξελερίνη — η, Ν (βιοχ.) ουσία που περιέχεται στο φυσιολογικό πλάσμα τού αίματος και δρα ως επιταχυντής τής συγκόλλησης, αλλ. συγκολλητικός παράγοντας V …   Dictionary of Greek

  • κολλητικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάει, συγκολλητικός. 2. μολυσματικός, μεταδοτικός: Ο κοκίτης είναι κολλητική ασθένεια της παιδικής ηλικίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”